- ἐργωδέστερα
- ἐργώδηςdifficultneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐργωδεστέρα — ἐργωδεστέρᾱ , ἐργώδης difficult fem nom/voc/acc comp dual ἐργωδεστέρᾱ , ἐργώδης difficult fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργωδεστέρας — ἐργωδεστέρᾱς , ἐργώδης difficult fem acc comp pl ἐργωδεστέρᾱς , ἐργώδης difficult fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργωδεστέραν — ἐργωδεστέρᾱν , ἐργώδης difficult fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)